- μικρόσπορο
- τοβλ. μικρόσπορος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικρόσπορος — η, ο 1. ο μικρόσπερμος 2. το ουδ. ως ουσ. το μικρόσπορο α) μικροσκοπικός μύκητας που προκαλεί μυκητιάσεις τού δέρματος και τού τριχωτού τής κεφαλής και τού δέρματος β) (μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην τάξη μονιλιώδη. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek